- ξεθυμώνω
- Λμετ. переставать сердиться, успокаиваться (после вспышки гнева)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεθυμώνω — ξεθυμώνω, ξεθύμωσα, ξεθυμωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεθυμώνω — χάνω την οργή, τον θυμό μου, παύω να είμαι οργισμένος («θυμώνει εύκολα, μα την ίδια στιγμή ξεθυμώνει») … Dictionary of Greek
ξεθυμώνω — ξεθύμωσα, ξεθυμωμένος, αποβάλλω την οργή, το θυμό μου, παύω να είμαι θυμωμένος: Είναι θυμωμένος; Δώσ του ξίδι να ξεθυμώσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταβάλλω — (ΑM μεταβάλλω) [βάλλω] αλλάζω την κατάσταση κάποιου, μετατρέπω (α. «οι συνθήκες τής ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο καιρός κάθε μέρα μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», Ηρόδ.) μσν. 1. αναπληρώνω 2. μεταπείθω … Dictionary of Greek
ξεθυμαίνω — (Μ ξεθυμαίνω) νεοελλ. 1. (για αιθέρια έλαια) μεταβάλλομαι σε αέριο, εξατμίζομαι («μην ανοίγεις τα αρώματα γιατί θα ξεθυμάνουν») 2. (για υγρά ή στερεά τα οποία περιέχουν πτητικές ουσίες) αποβάλλω, χάνω τις ουσίες μου με εξάτμιση, χάνω τη σπιρτάδα… … Dictionary of Greek
ξεκακιώνω — 1. (για μικρά παιδιά ή, με θωπευτική σημ., για γυναίκες) ξεθυμώνω 2. (για τον καιρό) μαλακώνω, βελτιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κακιώνω] … Dictionary of Greek
ξεχολιάζω — παύω να είμαι χολιασμένος, αποβάλλω τον θυμό μου, ξεθυμώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χολιάζω] … Dictionary of Greek
ξεθυμαίνω — ξεθύμανα, ξεθυμασμένος 1. μεταβάλλομαι σε αέριο, εξατμίζομαι, χάνω τις ουσίες μου, τη μυρωδιά μου: Ξεθύμανε το ούζο. – Ξεθύμανε η κολόνια. – Ξεθύμανε το πιπέρι. – Ξεθύμανε ο καφές. 2. μτφ., χάνω τη δύναμή μου, την αξία μου, αφανίζομαι: Ξεθύμανε η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκακιώνω — ξεκάκιωσα, ξεκακιωμένος, παύω να είμαι θυμωμένος, ξεθυμώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεχολιάζω — ξεχόλιασα, αμτβ., παύω να είμαι θυμωμένος, αποβάλλω το θυμό μου, τη δυσαρέσκειά μου, το πείσμα μου, ξεθυμώνω: Αυτός δεν ξεχολιάζει εύκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)